- πεντηκοστόπρωτος
- -ον, Α ο πεντηκοστός πρώτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντηκοστός πρῶτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πεντηκοστόπρωτος — fifty first masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντηκοστόπρωτα — πεντηκοστόπρωτος fifty first neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)